κρυοστάτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κρυοστάτης < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική cryostat < αρχαία ελληνική κρύος + ἵστημι
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κρυοστάτης αρσενικό
Συγγενικά[επεξεργασία]
- κρυοστασία
- κρυοστατικός
- → δείτε τις λέξεις κρύος και στέκομαι
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- Cryostat στην αγγλική Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναύτης' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)