κρυοστατικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κρυοστατικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική cryostatic < cryostat < αρχαία ελληνική κρύος + ἵστημι
Επίθετο[επεξεργασία]
κρυοστατικός
- που έχει σχέση με τον κρυοστάτη ή την κρυοστασία ή αναφέρεται σ’ αυτά
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη κρυοστάτης
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κρυοστατικός