κυλινδρωμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κυλινδρωμένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου κυλινδρώνω
Μετοχή[επεξεργασία]
κυλινδρωμένος, -η, -ο
- που έχει κυλινδρωθεί
- ↪ κυλινδρωμένη στρώση σκυρών σκυροδέματος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κυλινδρωμένος
|