κυτταρολογικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κυτταρολογικός < κυτταρολογ(ία) + -ικός • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Επίθετο[επεξεργασία]
κυτταρολογικός -ή, -ό
- (ιατρική) σχετικός με κυτταρολογία
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κυτταρολογικός