κυτταροσκελετός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κυτταροσκελετός αρσενικό
- (βιολογία): το σύνολο μικροσωληναρίων και μικρονηματίων στο κυτόπλασμα των κυττάρων που υπό μορφή δικτύου είναι αυτό που δίνει στο κύτταρο την χαρακτηριστική μορφή του.
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κυτταροσκελετός
|