κόνδαξ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
κονδᾱκ- | ||||||||
ονομαστική | ὁ | κόνδαξ | οἱ | κόνδακες | ||||
γενική | τοῦ | κόνδακος | τῶν | κονδάκων | ||||
δοτική | τῷ | κόνδακῐ | τοῖς | κόνδαξῐ(ν) | ||||
αιτιατική | τὸν | κόνδακᾰ | τοὺς | κόνδακᾰς | ||||
κλητική ὦ! | κόνδαξ | κόνδακες | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | κόνδακε | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | κονδάκοιν | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'φύλαξ' όπως «φύλαξ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κόνδαξ (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική κοντός
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κόνδαξ αρσενικό
- (ελληνιστική κοινή) είδος παιχνιδιού που το έπαιζαν με ακόντιο χωρίς αιχμή
- (ελληνιστική κοινή , μεταφορικά) συνουσία
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- κόνδαξ - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά με αρχαίες κλίσεις (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'φύλαξ' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'φύλαξ' (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης αρσενικά (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά αρσενικά (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'φύλαξ' αρσενικά (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'φύλαξ' παροξύτονα (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά παροξύτονα (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά αρσενικά παροξύτονα (ελληνιστική κοινή)
- Λέξεις παροξύτονες (ελληνιστική κοινή)
- Ελληνιστική κοινή
- Ουσιαστικά (ελληνιστική κοινή)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (ελληνιστική κοινή)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)