κύρμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | κύρμᾰ | τὰ | κύρμᾰτᾰ |
γενική | τοῦ | κύρμᾰτος | τῶν | κυρμᾰ́των |
δοτική | τῷ | κύρμᾰτῐ | τοῖς | κύρμᾰσῐ(ν) |
αιτιατική | τὸ | κύρμᾰ | τὰ | κύρμᾰτᾰ |
κλητική ὦ! | κύρμᾰ | κύρμᾰτᾰ | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | κύρμᾰτε | ||
γεν-δοτ | τοῖν | κυρμᾰ́τοιν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'κτῆμα' όπως «κτῆμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κύρμα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κύρμα, -ατος ουδέτερο
- θήραμα, λεία, λάφυρο
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 17 (Ρ. Μενελάου ἀριστεία.), στίχ. 272 (272-273)
- μίσησεν δ᾽ ἄρα μιν δηΐων κυσὶ κύρμα γενέσθαι | Τρῳῇσιν· τῶ καί οἱ ἀμυνέμεν ὦρσεν ἑταίρους.
- και μισητό τού εφάνη να γίνει εκείνος άρπαγμα των σκύλων | της Τρωάδος, και τους συντρόφους κίνησε γι᾽ αυτόν να πολεμήσουν.
- Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
- μίσησεν δ᾽ ἄρα μιν δηΐων κυσὶ κύρμα γενέσθαι | Τρῳῇσιν· τῶ καί οἱ ἀμυνέμεν ὦρσεν ἑταίρους.
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 15 (ο. Τηλεμάχου ἐπάνοδος.), στίχ. 480 (480-481)
- καὶ τὴν μὲν φώκῃσι καὶ ἰχθύσι κύρμα γενέσθαι | ἔκβαλον· αὐτὰρ ἐγὼ λιπόμην ἀκαχήμενος ἦτορ·
- Την πέταξαν τότε στη θάλασσα, λεία στις φώκιες και στα ψάρια — |κι έμεινα μοναχός εγώ, με την καρδιά βαριά.
- Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
- καὶ τὴν μὲν φώκῃσι καὶ ἰχθύσι κύρμα γενέσθαι | ἔκβαλον· αὐτὰρ ἐγὼ λιπόμην ἀκαχήμενος ἦτορ·
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 17 (Ρ. Μενελάου ἀριστεία.), στίχ. 272 (272-273)
- (για πρόσωπα) που παίρνει λάφυρα, απατεώνας
Πηγές
[επεξεργασία]- κύρμα - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- κύρμα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'κτῆμα' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βλέμμα' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης ουδέτερα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις παροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Ελλείπουσες ετυμολογίες (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από την Ιλιάδα (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από την Οδύσσεια (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)