λάρνακα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | λάρνακα | οι | λάρνακες |
γενική | της | λάρνακας | των | λαρνακών |
αιτιατική | τη | λάρνακα | τις | λάρνακες |
κλητική | λάρνακα | λάρνακες | ||
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- λάρνακα < αρχαία ελληνική λάρναξ
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
λάρνακα θηλυκό
- φέρετρο, σαρκοφάγος
- κιβώτιο όπου τοποθετείται η τέφρα ή τα οστά ενός νεκρού
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- λάρνακα στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
λάρνακα
|