λάρνακα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Λάρνακα

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η λάρνακα οι λάρνακες
      γενική της λάρνακας των λαρνακών
    αιτιατική τη λάρνακα τις λάρνακες
     κλητική λάρνακα λάρνακες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

λάρνακα < αρχαία ελληνική λάρναξ
Η χρυσή λάρνακα με το αστέρι της Βεργίνας

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

λάρνακα θηλυκό

  1. φέρετρο, σαρκοφάγος
  2. κιβώτιο όπου τοποθετείται η τέφρα ή τα οστά ενός νεκρού

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]