λάσταυρος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική λάσταυρος οἱ λάσταυροι
      γενική τοῦ λασταύρου τῶν λασταύρων
      δοτική τῷ λασταύρ τοῖς λασταύροις
    αιτιατική τὸν λάσταυρον τοὺς λασταύρους
     κλητική ! λάσταυρε λάσταυροι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  λασταύρω
γεν-δοτ τοῖν  λασταύροιν
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

λάσταυρος < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

λάσταυρος, -ου αρσενικό (ελληνιστική κοινή)

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Σύνθετα[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]