λαστιχένιος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | λαστιχένιος | η | λαστιχένια | το | λαστιχένιο |
γενική | του | λαστιχένιου | της | λαστιχένιας | του | λαστιχένιου |
αιτιατική | τον | λαστιχένιο | τη | λαστιχένια | το | λαστιχένιο |
κλητική | λαστιχένιε | λαστιχένια | λαστιχένιο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | λαστιχένιοι | οι | λαστιχένιες | τα | λαστιχένια |
γενική | των | λαστιχένιων | των | λαστιχένιων | των | λαστιχένιων |
αιτιατική | τους | λαστιχένιους | τις | λαστιχένιες | τα | λαστιχένια |
κλητική | λαστιχένιοι | λαστιχένιες | λαστιχένια | |||
Προφέρεται με συνίζηση ως παροξύτονο. | ||||||
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /la.stiˈçe.ŋos/
- {[συλλ|λα|στι|χέ|νιος}}
Επίθετο[επεξεργασία]
λαστιχένιος, -α, -ο
- που είναι φτιαγμένος από λάστιχο
- που είναι ευλύγιστος σαν το λάστιχο
- ↪ το λαστιχένιο κορμί του ακροβάτη
Συγγενικά[επεξεργασία]
→ και δείτε τη λέξη λάστιχο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως η ομάδα 'ωραίος' (νέα ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'ωραίος' (νέα ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'ωραίος' με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Επίθετα με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ένιος (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)