λεξικόγραπτος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο λεξικόγραπτος η λεξικόγραπτη το λεξικόγραπτο
      γενική του λεξικόγραπτου της λεξικόγραπτης του λεξικόγραπτου
    αιτιατική τον λεξικόγραπτο τη λεξικόγραπτη το λεξικόγραπτο
     κλητική λεξικόγραπτε λεξικόγραπτη λεξικόγραπτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι λεξικόγραπτοι οι λεξικόγραπτες τα λεξικόγραπτα
      γενική των λεξικόγραπτων των λεξικόγραπτων των λεξικόγραπτων
    αιτιατική τους λεξικόγραπτους τις λεξικόγραπτες τα λεξικόγραπτα
     κλητική λεξικόγραπτοι λεξικόγραπτες λεξικόγραπτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

λεξικόγραπτος < λεξικογραφώ + -τος, λεξικό- + γραπτός

Επίθετο[επεξεργασία]

λεξικόγραπτος[1]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. λεξικόγραπτος - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)