λευκάνθεμο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- λευκάνθεμο < ελληνιστική κοινή λευκάνθεμον < αρχαία ελληνική λευκός + ἄνθεμον < ἄνθος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
λευκάνθεμο ουδέτερο
- (φυτό) φυτό του γένους ανθεμίς της οικογένειας Σύνθετα (Compositae)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
λευκάνθεμο
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σίδερο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Φυτά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)