λεωφορειογραμμή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- λεωφορειογραμμή < λεωφορεί(ο) + -ο- + γραμμή
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /le.o.fo.ɾi.o.ɣɾaˈmi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λε‐ω‐φο‐ρει‐ο‐γραμ‐μή
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
λεωφορειογραμμή θηλυκό
- (νεολογισμός) τακτική γραμμή δρομολογίου λεωφορείου
- ※ Έρχονται αλλαγές στις λεωφορειογραμμές του ΟΑΣΑ, με καταργήσεις, συγχωνεύσεις και ιδρύσεις νέων γραμμών. (ΟΑΣΑ: Τι αλλάζει στις λεωφορειογραμμές, 8 Οκτωβρίου 2019, cnn.gr)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
λεωφορειογραμμή
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ψυχή' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -ο- (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Νεολογισμοί (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα τύπου (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)