λιανοντούφεκο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το λιανοντούφεκο τα λιανοντούφεκα
      γενική του λιανοντούφεκου των λιανοντούφεκων
    αιτιατική το λιανοντούφεκο τα λιανοντούφεκα
     κλητική λιανοντούφεκο λιανοντούφεκα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

λιανοντούφεκο < λιαν(ός) + -ο- + ντουφέκ(ι) + -ο

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ʎa.noˈdu.fe.ko/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

λιανοντούφεκο ουδέτερο

  1. ελαφρύ ντουφέκι, χωρίς μεγάλη δύναμη πυρός
  2. αραιός πυροβολισμός από τουφέκι, συνήθως ακροβολιστή
     συνώνυμα: λιανοντουφεκιά

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]