λιβελογράφος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η λιβελογράφος οι λιβελογράφοι
      γενική του/της λιβελογράφου των λιβελογράφων
    αιτιατική τον/τη λιβελογράφο τους/τις λιβελογράφους
     κλητική λιβελογράφε λιβελογράφοι
Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

λιβελογράφος < λίβελος + -ο- + -γράφος ((σημασιολογικό δάνειο) γαλλική libelliste[1])

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /li.ve.loˈɣɾa.fos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: λι‐βε‐λο‐γρά‐φος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

λιβελογράφος αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]