λιγόλεπτος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο λιγόλεπτος η λιγόλεπτη το λιγόλεπτο
      γενική του λιγόλεπτου της λιγόλεπτης του λιγόλεπτου
    αιτιατική τον λιγόλεπτο τη λιγόλεπτη το λιγόλεπτο
     κλητική λιγόλεπτε λιγόλεπτη λιγόλεπτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι λιγόλεπτοι οι λιγόλεπτες τα λιγόλεπτα
      γενική των λιγόλεπτων των λιγόλεπτων των λιγόλεπτων
    αιτιατική τους λιγόλεπτους τις λιγόλεπτες τα λιγόλεπτα
     κλητική λιγόλεπτοι λιγόλεπτες λιγόλεπτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

λιγόλεπτος < ολιγόλεπτος

Επίθετο[επεξεργασία]

λιγόλεπτος

Μεταφράσεις[επεξεργασία]