λιθομετεωριτικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο λιθομετεωριτικός η λιθομετεωριτική το λιθομετεωριτικό
      γενική του λιθομετεωριτικού της λιθομετεωριτικής του λιθομετεωριτικού
    αιτιατική τον λιθομετεωριτικό τη λιθομετεωριτική το λιθομετεωριτικό
     κλητική λιθομετεωριτικέ λιθομετεωριτική λιθομετεωριτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι λιθομετεωριτικοί οι λιθομετεωριτικές τα λιθομετεωριτικά
      γενική των λιθομετεωριτικών των λιθομετεωριτικών των λιθομετεωριτικών
    αιτιατική τους λιθομετεωριτικούς τις λιθομετεωριτικές τα λιθομετεωριτικά
     κλητική λιθομετεωριτικοί λιθομετεωριτικές λιθομετεωριτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

λιθομετεωριτικός < λιθομετεωρίτης + -ικός

Επίθετο[επεξεργασία]

λιθομετεωριτικός, -ή, -ό,

Μεταφράσεις[επεξεργασία]