λιμοκοντόρος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]λιμοκοντόρος αρσενικό
- (αργκό), παρωχημένος και μειωτικός χαρακτηρισμός φτωχού νεαρού, που ντύνεται επιδεικτικά και παριστάνει τον γόη
- (παρωχημένο) η λαϊκή ονομασία των χάρτινων νομισμάτων της μίας και των δύο δραχμών στα τέλη του 19ου και αρχές του 20ού αιώνα στην Ελλάδα[1]
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] λιμοκοντόρος
|
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ Γιάννης Καιροφύλλας, Οι πρώτοι έμποροι των Αθηνών, σελ. 87, 1999