τζιτζιφιόγκος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /d͡zi.d͡ziˈfçoŋ.ɡos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τζι‐τζι‐φιό‐γκος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τζιτζιφιόγκος αρσενικό
- (παρωχημένο) μειωτικός χαρακτηρισμός άντρα, συνήθως νεαρής ηλικίας, που ντύνεται και συμπεριφέρεται με υπερβολική κομψότητα και παριστάνει τον γόη· λιμοκοντόρος, δανδής, κομψευόμενος, φλώρος
- Ποιος είναι αυτός ο τζιτζιφιόγκος;
- Άδειασέ μας τη γωνιά ρε τζιτζιφιόγκε!