λιοκόκκαλο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
λιοκόκκαλο ουδέτερο (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
- (ιδιωματικό) το κουκούτσι του ελαιόκαρπου, της ελιάς, (στη ναξιακή και ευρύτερη νησιωτική διάλεκτο)
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
λιοκόκκαλο
|
Πηγές[επεξεργασία]
- (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)