λυμφατικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- λυμφατικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική lymphatique < λατινική lymphaticus < lymphatus < lympho < lympha < αρχαία ελληνική νύμφη
Επίθετο
[επεξεργασία]λυμφατικός
- (ιατρική) που πάσχει από λυμφατισμό / λεμφατισμό
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]λυμφατικός αρσενικό
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]- (ιατρική) αυτός που πάσχει από λυμφατισμό / λεμφατισμό
Συγγενικά
[επεξεργασία]- λυμφατισμός / λεμφατισμός
- → δείτε τη λέξη νύμφη
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] λυμφατικός
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια (νέα ελληνικά)
- Λόγια δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιατρική (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)