μαγιοβότανο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μαγιοβότανο ουδέτερο
- (λαϊκότροπο, παρωχημένο) βοτάνι με μαγικές ιδιότητες, ιδίως στον ερωτικό τομέα
- ※ Σέρνουν ψωμί για τα σκυλιά, να τρων, να μη γαβγίζουν, / σέρνουν το μαγιοβότανο, μαγεύουν τα κορίτσια. (Από ηπειρώτικο δημοτικό τραγούδι)
- ※ το σιδερόχορτο τρυγάν, τ' αντίψυχο μαζώνουν,
- τα μαγιοβότανα πιοτά, για κέρασμα, ρουφάμε
- Κωστής Παλαμάς, Η φλογέρα του Βασιλιά, 1920
- (λαϊκότροπο, παρωχημένο) βοτάνι με μαγικές ιδιότητες, ως αποτροπαϊκό του θανάτου και δωρητής της αθανασίας
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μαγιοβότανο
|