σιδερόχορτο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /si.ðeˈɾo.xoɾ.to/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σι‐δε‐ρό‐χορ‐το
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σιδερόχορτο ουδέτερο
- (φυτό) που φύεται σε πετρώδη εδάφη
- ※ το σιδερόχορτο τρυγάν, τ' αντίψυχο μαζώνουν,
- τα μαγιοβότανα πιοτά, για κέρασμα, ρουφάμε
- Κωστής Παλαμάς, Η φλογέρα του Βασιλιά, 1920
- ≈ συνώνυμα: απήγανος, πήγανος, βρωμοπήγανος, πεγάνι, και πηγάνι
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σιδερόχορτο
|
Πηγές[επεξεργασία]
- (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σίδερο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα σιδερό- (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Φυτά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα ποίησης (νέα ελληνικά)
- Σελίδες για τεκμηρίωση
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)