μαντίλιον
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | μαντίλιον | τὰ | μαντίλιᾰ |
γενική | τοῦ | μαντιλίου | τῶν | μαντιλίων |
δοτική | τῷ | μαντιλίῳ | τοῖς | μαντιλίοις |
αιτιατική | τὸ | μαντίλιον | τὰ | μαντίλιᾰ |
κλητική ὦ! | μαντίλιον | μαντίλιᾰ | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | μαντιλίω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | μαντιλίοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μαντίλιον < (άμεσο δάνειο) λατινική mantilium / mantelium, υποκοριστικό του mantile / mantele < manus < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *man-
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μαντίλιον ουδέτερο
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'πρόσωπον' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πρόσωπον' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης ουδέτερα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά προπαροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα προπαροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις προπαροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Δάνεια από τα λατινικά (ελληνιστική κοινή)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (ελληνιστική κοινή)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Ελληνιστική κοινή
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)