μαντρόσκυλο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μαντρόσκυλο ουδέτερο
- μεγαλόσωμος σκύλος που προστατεύει τα ζώα των κτηνοτρόφων
- (μειωτικό) μεγαλόσωμο σκυλί το οποίο δεν είναι κάποιας ράτσας
- (μεταφορικά, μειωτικό) χαρακτηρισμός ανθρώπων που υποστηρίζουν ή προστατεύουν τα συμφέροντα άλλων, συνήθως πλούσιων και ισχυρών ατόμων ή πολιτικών
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- μαντρόσκυλο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σίδερο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -ό- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ο (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μειωτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)