μαρτυρημένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μαρτυρημένος η μαρτυρημένη το μαρτυρημένο
      γενική του μαρτυρημένου της μαρτυρημένης του μαρτυρημένου
    αιτιατική τον μαρτυρημένο τη μαρτυρημένη το μαρτυρημένο
     κλητική μαρτυρημένε μαρτυρημένη μαρτυρημένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μαρτυρημένοι οι μαρτυρημένες τα μαρτυρημένα
      γενική των μαρτυρημένων των μαρτυρημένων των μαρτυρημένων
    αιτιατική τους μαρτυρημένους τις μαρτυρημένες τα μαρτυρημένα
     κλητική μαρτυρημένοι μαρτυρημένες μαρτυρημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μαρτυρημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου μαρτυράω, μαρτυρώ

Μετοχή[επεξεργασία]

μαρτυρημένος, -η, -ο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]