μαϊμουδιάρης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
.
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μαϊμουδιάρης < μαϊμουδ(ες) + -άρης (κατά το αρκουδιάρης)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μαϊμουδιάρης αρσενικό και μαϊμουδιάρα το θηλυκό
- ο πλανόδιος που εκπαιδεύει μαϊμούδες και τις παρουσιάζει ως δημόσιο θέαμα στο δρόμο ή σε τσίρκο (κατά το 21ο αιώνα το φαινόμενο των πλανόδιων στο δρόμο εξέλιπε)
Συγγενικά[επεξεργασία]
- μαϊμουδίστικος
- μαϊμουδίτσα
- μαϊμουδάκι
- μαϊμουδισμός
- μαϊμού (το ζώο και το φτηνό αντίγραφο)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μαϊμουδιάρης
|