μεγαλείο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μεγαλείο τα μεγαλεία
      γενική του μεγαλείου των μεγαλείων
    αιτιατική το μεγαλείο τα μεγαλεία
     κλητική μεγαλείο μεγαλεία
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μεγαλείο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου μεγαλείος (μεσαιωνική ελληνική)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /me.ɣaˈli.o/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μεγαλείο ουδέτερο

  1. η ιδιότητα ενός πράγματος να εντυπωσιάζει με το μεγάλο μέγεθος, δύναμη, πλούτο, πολιτισμό κλπ
    το μεγαλείο του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού
  2. ο πλούτος και η πολυτέλεια
    δεν θέλω πλούτη και μεγαλεία

Συγγενικά[επεξεργασία]

Σύνθετα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]