μεθεπόμενος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Μετοχή[επεξεργασία]
μεθεπόμενος -η -ο
- ο αμέσως μετά τον επόμενο
- Σήμερα είναι Κυριακή. Θα τα πούμε σε 10 μέρες, τη μεθεπόμενη Τετάρτη.
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μεθεπόμενος
|