μερεολογία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μερεολογία οι μερεολογίες
      γενική της μερεολογίας των μερεολογιών
    αιτιατική τη μερεολογία τις μερεολογίες
     κλητική μερεολογία μερεολογίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μερεολογία < μέρος + -λογία < λόγιο ενδογενές δάνειο: μεταφραστικό δάνειο από την πολωνική mereologia (λέξη επινοημένη το 1927 από τον Πολωνό μαθηματικό Stanisław Leśniewski)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μερεολογία θηλυκό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]