μεσοπρόθεσμος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μεσοπρόθεσμος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο[επεξεργασία]
μεσοπρόθεσμος, -η, -ο
- που αναφέρεται σε ή έχει σχέση με γεγονότα, εξελίξεις, αποφάσεις κλπ. που αναμένεται να δηλωθούν ή να υλοποιηθούν στη μέση ενός χρονικού διαστήματος
- μετά τις διαπραγματεύσεις, το μεσοπρόθεσμο πρόγραμμα περιέχει σκληρότερα μέτρα απ' ό,τι στην αρχική μορφή του
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μεσοπρόθεσμος
|