μεταλλευμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μεταλλευμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου μεταλλεύω
Μετοχή[επεξεργασία]
μεταλλευμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη μεταλλεύω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μεταλλευμένος
|