μεταλλευμένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μεταλλευμένος η μεταλλευμένη το μεταλλευμένο
      γενική του μεταλλευμένου της μεταλλευμένης του μεταλλευμένου
    αιτιατική τον μεταλλευμένο τη μεταλλευμένη το μεταλλευμένο
     κλητική μεταλλευμένε μεταλλευμένη μεταλλευμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μεταλλευμένοι οι μεταλλευμένες τα μεταλλευμένα
      γενική των μεταλλευμένων των μεταλλευμένων των μεταλλευμένων
    αιτιατική τους μεταλλευμένους τις μεταλλευμένες τα μεταλλευμένα
     κλητική μεταλλευμένοι μεταλλευμένες μεταλλευμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μεταλλευμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου μεταλλεύω

Μετοχή[επεξεργασία]

μεταλλευμένος, -η, -ο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]