μεταμορφισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μεταμορφισμός < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική metamorphism < ελληνιστική κοινή μεταμόρφωσις < μεταμορφόω < μετά + μορφή
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μεταμορφισμός αρσενικό
- (βιολογία) η θεωρία της Εξέλιξης
- (γεωλογία, ορυκτολογία) η αλλοίωση πετρωμάτων εξαιτίας αύξησης πίεσης και θερμοκρασίας
- (βιολογία) η μεταβολή / αλλαγή της σύστασης ιστού
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μεταμορφισμός
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Βιολογία (νέα ελληνικά)
- Γεωλογία (νέα ελληνικά)
- Ορυκτολογία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)