μετατραυματικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μετατραυματικός < μετα- + τραυματικός
Επίθετο[επεξεργασία]
μετατραυματικός
- που συμβαίνει μετά από κάποιον τραυματισμό ή έρχεται ως αποτέλεσμα αυτού
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μετατραυματικός