μετενσωματωμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μετενσωματωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου μετενσωματώνω
Μετοχή[επεξεργασία]
μετενσωματωμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη μετενσωματώνω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μετενσωματωμένος
|