μετουσιωμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μετουσιωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου μετουσιώνω
Μετοχή[επεξεργασία]
μετουσιωμένος, -η, -ο
- που έχει μετουσιωθεί
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μετουσιωμένος
|