μηλέα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | μηλέᾱ | αἱ | μηλέαι |
γενική | τῆς | μηλέᾱς | τῶν | μηλεῶν |
δοτική | τῇ | μηλέᾳ | ταῖς | μηλέαις |
αιτιατική | τὴν | μηλέᾱν | τὰς | μηλέᾱς |
κλητική ὦ! | μηλέᾱ | μηλέαι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | μηλέᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | μηλέαιν | ||
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'φαρέτρα' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μηλέα θηλυκό
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- (δέντρο) η μηλιά (καθαρεύουσα)
- ※ Καὶ πῶς νὰ μὴ μὲ εἰποῦν ἀνόητον καὶ πῶς νὰ μὴ μ’ ἐλέγξουν, ἀφοῦ τὸ δένδρον, τὸ ὁποῖο ἔβλεπα ἐνώπιόν μου, ἦτο ὅλως διόλου τὸ αὐτὸ μὲ τὸ δένδρον τῆς μητροπόλεως καὶ ὅμως ἐγὼ τὸ ἀρνήθηκα καὶ εἶπα ὅτι δὲν εἶναι μηλιά, ἀλλὰ μηλέα!
- Γεώργιος Βιζυηνός, (σε μονοτονικό: Διατί η μηλιά δεν έγινε μηλέα))
Πηγές[επεξεργασία]
- μηλέα - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- μηλέα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως η ομάδα 'χώρα' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'φαρέτρα' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'φαρέτρα' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις παροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -έα (αρχαία ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Δέντρα (αρχαία ελληνικά)
- Φυτά (αρχαία ελληνικά)
- Δέντρα (καθαρεύουσα)
- Φυτά (καθαρεύουσα)
- Λέξεις με επίθημα -έα (καθαρεύουσα)
- Λήμματα με παραθέματα (καθαρεύουσα)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)