μημουαπτισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μημουαπτισμός < μη μου άπτου + -ισμός
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μημουαπτισμός αρσενικό
- η ιδιότητα ή η κατάσταση τού μη μου άπτου
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μημουαπτισμός
|