μικροατύχημα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /mi.kɾo.aˈti.çi.ma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μι‐κρο‐α‐τύ‐χη‐μα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μικροατύχημα ουδέτερο
- όχι ιδιαίτερα σοβαρό ατύχημα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μικροατύχημα
|