μικροκομματισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μικροκομματισμός < μικρο- + κομματισμός
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μικροκομματισμός αρσενικό
- η τοποθέτηση του συμφέροντος του κόμματος πάνω απ’ οτιδήποτε άλλο
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μικροκομματισμός
|