μικροφθαλμία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μικροφθαλμία οι μικροφθαλμίες
      γενική της μικροφθαλμίας των μικροφθαλμιών
    αιτιατική τη μικροφθαλμία τις μικροφθαλμίες
     κλητική μικροφθαλμία μικροφθαλμίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μικροφθαλμία < μικρόφθαλμος + -ία < ελληνιστική κοινή μικρόφθαλμος < αρχαία ελληνική μικρός + ὀφθαλμός ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική microphthalmie)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μικροφθαλμία θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]