μικρόφθαλμος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μικρόφθαλμος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή μικρόφθαλμος < αρχαία ελληνική μικρός + ὀφθαλμός
Επίθετο[επεξεργασία]
μικρόφθαλμος, -η, -ο
- που έχει μικρούς οφθαλμούς
- (ιατρική) που πάσχει από μικροφθαλμία
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μικρόφθαλμος
|
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'όμορφος' (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιατρική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)