μολυβδόβουλλο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μολυβδόβουλλο < μεσαιωνική ελληνική μολυβδόβουλλον < μόλυβδος + βούλλα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μολυβδόβουλλο ουδέτερο
- (ιστορία) μολύβδινη σφραγίδα που χρησιμοποιούσαν οι Βυζαντινοί για να πιστοποιήσουν την αυθεντικότητα της αλληλογραφίας τους