μονοζυγωτικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μονοζυγωτικός η μονοζυγωτική το μονοζυγωτικό
      γενική του μονοζυγωτικού της μονοζυγωτικής του μονοζυγωτικού
    αιτιατική τον μονοζυγωτικό τη μονοζυγωτική το μονοζυγωτικό
     κλητική μονοζυγωτικέ μονοζυγωτική μονοζυγωτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μονοζυγωτικοί οι μονοζυγωτικές τα μονοζυγωτικά
      γενική των μονοζυγωτικών των μονοζυγωτικών των μονοζυγωτικών
    αιτιατική τους μονοζυγωτικούς τις μονοζυγωτικές τα μονοζυγωτικά
     κλητική μονοζυγωτικοί μονοζυγωτικές μονοζυγωτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μονοζυγωτικός < μονοζυγώτης

Επίθετο[επεξεργασία]

μονοζυγωτικός

  1. ο σχετικός με τους μονοζυγώτες ή ομοζυγώτες διδύμους
  2. οι ομοζυγώτης δίδυμος, εκείνος που μοιράζεται το ίδιο DNA με τον δίδυμο αδελφό του, καθώς έχουν προέλθει και οι δύο από τη γονιμοποίηση ενός και μόνον ωαρίου που διαιρέθηκε, σε αντιδιαστολή προς τους ετεροζυγώτες ή διζυγώτες



Συνώνυμα[επεξεργασία]


Αντώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]