μορμυρισμός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μορμυρισμός οι μορμυρισμοί
      γενική του μορμυρισμού των μορμυρισμών
    αιτιατική τον μορμυρισμό τους μορμυρισμούς
     κλητική μορμυρισμέ μορμυρισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μορμυρισμός < (καθαρεύουσα) < αρχαία ελληνική μορμυρίζω, μορμυρισ- (< μορμύρω) + -μός (-ισμός)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μορμυρισμός αρσενικό (παρωχημένο)

  1. κελάρυσμα
  2. παφλασμός
  3. μουρμουρητό
    ※  Ἠκούσθη ἀπὸ μέσα βραχνὸς μορμυρισμός (Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Τα Χριστούγεννα του τεμπέλη)

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]