μοσχομυρισμένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μοσχομυρισμένος η μοσχομυρισμένη το μοσχομυρισμένο
      γενική του μοσχομυρισμένου της μοσχομυρισμένης του μοσχομυρισμένου
    αιτιατική τον μοσχομυρισμένο τη μοσχομυρισμένη το μοσχομυρισμένο
     κλητική μοσχομυρισμένε μοσχομυρισμένη μοσχομυρισμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μοσχομυρισμένοι οι μοσχομυρισμένες τα μοσχομυρισμένα
      γενική των μοσχομυρισμένων των μοσχομυρισμένων των μοσχομυρισμένων
    αιτιατική τους μοσχομυρισμένους τις μοσχομυρισμένες τα μοσχομυρισμένα
     κλητική μοσχομυρισμένοι μοσχομυρισμένες μοσχομυρισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
μοσχομυρισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου μοσχομυρίζω

Μετοχή

[επεξεργασία]

μοσχομυρισμένος, -η, -ο

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]