μπάνκα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μπάνκα οι μπάνκες
      γενική της μπάνκας
    αιτιατική την μπάνκα τις μπάνκες
     κλητική μπάνκα μπάνκες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μπάνκα < (άμεσο δάνειο) ιταλική banca < πρωτογερμανική *bankiz < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *bʰeg-

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μπάνκα θηλυκό

  1. (σε χαρτοπαίγνια) το να παίζει κάποιος εναντίον όλων των υπολοίπων παικτών
    Τίναξε την μπάνκα στον αέρα! Ήταν πολύ τυχερός απόψε.
  2. (παρωχημένο) το πιστωτικό ίδρυμα, η τράπεζα

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]