μπακάλαινα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μπακάλαινα οι μπακάλαινες
      γενική της μπακάλαινας
    αιτιατική την μπακάλαινα τις μπακάλαινες
     κλητική μπακάλαινα μπακάλαινες
Κατηγορία όπως «πέστροφα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
μπακάλαινα < μπακάλ(ης) + -αινα

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

μπακάλαινα θηλυκό

  1. η γυναίκα του μπακάλη
  2. (επάγγελμα) η μπακάλισσα (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
    χρειάζεται παράθεμα

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]