-αινα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η -αινα οι -αινες
      γενική της -αινας των -αινών
    αιτιατική τη(ν) -αινα τις -αινες
     κλητική -αινα -αινες
Για θηλυκά ζώων σε -αινα.
Συγκρίνετε με την κλίση -αινα
για πατρωνυμικά ονόματα ή οικεία ουσιαστικά.
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

-αινα < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική -αινα, θηλυκή κατάληξη αρσενικών σε -ων με επέκταση και για αρσενικά με άλλες καταλήξεις[1]
για τα σύγχρονα γυναικείο επώνυμα που λήγους σε -αινα < από τη γενική ενικού του αρσενικού σε -αινας του ανδρικού επωνύμου

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /e.na/
τυπογραφικός συλλαβισμός: -αι‐να

Επίθημα[επεξεργασία]

-αινα θηλυκό

  1. παραγωγικό επίθημα που σχηματίζει θηλυκά ουσιαστικά ζώων από το αρσενικό
    λύκος > λύκαινα
    → δείτε  και την κατάληξη -ίνα
  2. (λαϊκότροπο) παραγωγικό επίθημα για το σχηματισμό ανδρωνυμικών ονομάτων
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η -αινα οι -αινες
      γενική της -αινας
    αιτιατική τη(ν) -αινα τις -αινες
     κλητική -αινα -αινες
Για ονόματα σε -αινα. Συγκρίνετε με τη κλίση
για τα θηλυκά ζώων.
Κατηγορία όπως «πέστροφα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
    1. που δηλώνει τη σύζυγο επαγγελματία ο οποίος προσδιορίζεται από το επάγγελμά του (συγκρίνετε την κατάληξη: -άς) ή την άσκηση του επαγγέλματος από τη γυναίκα
      ψωμάς > ψωμάδαινα
      → δείτε  και τις καταλήξεις -ού, -ίνα και -ισσα
    2. (οικείο όνομα) που δηλώνει τη σύζυγο από το όνομα του συζύγου
      Γιώργος > Γιώργαινα
    3. (λαϊκότροπο, προφορικό ή στη δημοτική) για τη σύζυγο, από το όνομα του συζύγου
      Καλλέργης > Καλλέργαινα
    4. άκλιτα Γυναικεία επώνυμα με επίθημα -αινα, από το επώνυμο του συζύγου
      ο κύριος Μιχάλαινας, η κυρία Μιχάλαινα
      συγκρίνετε με τα κλιτά #μεσαιωνικά γυναικεία επώνυμα

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

-αινα < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική -αινα, θηλυκή κατάληξη αρσενικών σε -ων με επέκταση και για αρσενικά με άλλες καταλήξεις[1]

Επίθημα[επεξεργασία]

-αινα θηλυκό

  1. παραγωγικό επίθημα που σχηματίζει θηλυκά ουσιαστικά ζώων από το αρσενικό
    λύκος > λύκαινα
    δράκων, δράκος > δράκαινα
  2. (ανδρωνυμικό) που δηλώνει τη σύζυγο κάποιου κυρίως από την ιδιότητά του
    δούκας > δούκαινα
  3. (κατ’ επέκταση) Κατηγορία:Γυναικεία επώνυμα με επίθημα -αινα (μεσαιωνικά ελληνικά) από το όνομα ή το επώνυμο του συζύγου
    Δούκας > Δούκαινα
    Ραούλ > Ραούλαινα (όπως η Ειρήνη Ραούλαινα Παλαιολογίνα)

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική -αιν αἱ -αιναι
      γενική τῆς -αίνης τῶν -αινῶν
      δοτική τῇ -αίν ταῖς -αίναις
    αιτιατική τὴν -αινᾰν τὰς -αίνᾱς
     κλητική ! -αιν -αιναι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  -αίν
γεν-δοτ τοῖν  -αίναιν
1η κλίση, Κατηγορία 'θάλασσα' όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

-αινᾰ < θηλυκή κατάληξη αρσενικών σε -ων με επέκταση και για αρσενικά με άλλες καταλήξει • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Επίθημα[επεξεργασία]

-αινᾰ, -η; θηλυκό

  1. παραγωγικό επίθημα που σχηματίζει θηλυκά ουσιαστικά από αρσενικά σε -ων
    λέων > λέαινα
    δράκων > δράκαινα
    Λάκων > Λάκαινα
  2. με επέκταση και σε αρσενικά με διαφορετικές καταλήξεις
    θεός > θέαινα
    φαλλός > φάλλαινα
    ὗς > αινα
    τρι- > τρίαινα

Δείτε επίσης[επεξεργασία]