μπανανόψωμο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μπανανόψωμο (νεολογισμός) < μπανάν(α) + -ό- + -ψωμο • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μπανανόψωμο ουδέτερο
- (γαστρονομία) ψωμί ή κέικ από πολτοποιημένες μπανάνες
- ※ Οι δυο τους κάθονταν στη βεράντα της Άνα... κι έτρωγαν μπανανόψωμο που είχε φτιάξει η κοπέλα της Άνα. (Γιαναγκιχάρα, Χάνια. (2016) Λίγη ζωή. Μετάφραση: Μαρία Ξυλούρη.)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μπανανόψωμο
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σίδερο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Νεολογισμοί (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -ό- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ψωμο (νέα ελληνικά)
- Επέκταση ετυμολογίας (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Γαστρονομία (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)